- χωματεπείκτης
- χωμᾰτ-επείκτης, ου, ὁ,A supervisor of dyke-building, POxy. 1469.20 (iii A. D.), etc.: written [suff] χωμᾰτ-επέκτης in Hsch., [suff] χωμᾰτ-επίκτης in Cyr.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
χωματεπείκτης — και χωματεπέκτης και χωματεπίκτης, ὁ, Α επιστάτης τής κατασκευής φραγμάτων στις διώρυγες τού Νείλου. [ΕΤΥΜΟΛ. < χῶμα, χώματος + ἐπείκτης «επιστάτης έργου»] … Dictionary of Greek